- ελευθεροστομία
- η смелость, безбоязненность (выступления и т. п.), откровенность, прямота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐλευθεροστομίᾳ — ἐλευθεροστομίᾱͅ , ἐλευθεροστομία freedom of speech fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελευθεροστομία — η (AM ἐλευθεροστομία) το να μιλάει κανείς ελεύθερα, με θάρρος και παρρησία νεοελλ. η χρησιμοποίηση λέξεων και εκφράσεων που θεωρούνται άσεμνες από την πλειοψηφία τών ανθρώπων … Dictionary of Greek
ελευθεροστομία — η η θαρραλέα, ειλικρινής ομιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλευθεροστομίας — ἐλευθεροστομίᾱς , ἐλευθεροστομία freedom of speech fem acc pl ἐλευθεροστομίᾱς , ἐλευθεροστομία freedom of speech fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεροστομίαν — ἐλευθεροστομίᾱν , ἐλευθεροστομία freedom of speech fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαρρησίαστος — η, ο (ΑΜ εὐπαρρησίαστος, ον) αυτός που μιλά με παρρησία, ελευθερόστομος, θαρραλέος, άφοβος αρχ. 1. αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να μιλά με παρρησία 2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐπαρρησίαστον ελευθεροστομία. επίρρ... εὐπαρρησιάστως (ΑΜ) με… … Dictionary of Greek
ακαιροπαρρησία — ἀκαιροπαρρησία, η (Μ) άκαιρη, ανάρμοστη ελευθεροστομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + παρρησία] … Dictionary of Greek
γεφυρίζω — (Α) [γέφυρα] (γενικά) κοροϊδεύω, χλευάζω με ελευθεροστομία (από τη συνήθεια αυτών που περίμεναν στη γέφυρα τού Κηφισσού, στην Ιερά Οδό μεταξύ Αθηνών, Ελευσίνας, για να πειράξουν τους μύστες τών Ελευσινίων Μυστηρίων κατά την επιστροφή τους στην… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
πεπαρρησιασμένως — Μ επίρρ. με παρρησία, με ελευθεροστομία, θαρραλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπαρρησιασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού παρρησιάζομαι] … Dictionary of Greek
Ασίνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γάιος Πολλίων (76 π.Χ. – 5 μ.Χ.). Ρωμαίος συγγραφέας και πολιτικός. Φίλος του ποιητή Κατούλλου, υποστηρικτής του Ιουλίου Καίσαρα στον εμφύλιο πόλεμο και αργότερα του Αντωνίου, ο οποίος τον διόρισε… … Dictionary of Greek